ὄσφρησιν

ὄσφρησιν
ὄσφρησις
the sense of smell
fem acc sg
ὀσφραίνομαι
catch scent of
aor subj mid 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • обонѧти — ОБОНѦ|ТИ (17), Ю, ѤТЬ гл. 1.Ощущать (ощутить) запах чего л.: бл҃жныи же ре(ч) азъ вижю блѹднаго бѣса. иже вами ѡбладаѥть. ˫ако злосмрадною ѡдежею ѡ||денъ. и того ради не могѹ смрада ѡбонѧти. ПрЛ XIII, 50–51; злонасилници же, ˫ако же по обычаю… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ослабити — ОСЛАБ|ИТИ (27), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Лишить прежней силы, ослабить: д҃шю ѡмрачихъ немл҃срдиѥмь и тѣло ѡслабихъ лѣностию. СбЯр XIII2, 179 об.; и не ѡслаби насъ сатана. (οὐχ εἷλεν!) ФСт XIV/XV, 82в. 2. Расслабить. Зд. Опустить …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α …   Dictionary of Greek

  • μεθέλκω — (ΑM Α και μεθελκύω) 1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ 2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι μσν. 1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”